- απογαληνίζω
- ἀπογαληνίζω (Α)φέρνω γαλήνη, καθησυχάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπογαληνίσας — ἀπογαληνίσᾱς , ἀπογαληνίζω calm down aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)